Γιατί να διαβάσουμε Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία;
Αν και διαφορετικές, οι ευρωπαϊκές λογοτεχνίες, όπως και οι ευρωπαϊκές γλώσσες, είναι μέρη μιας κοινής κληρονομιάς. Η ελληνική, η λατινική, η γερμανική, η βαλτική και η σλαβική, η κελτική και η ρομανική γλώσσα είναι όλες μέλη της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας. Η κοινή λογοτεχνική κληρονομιά των Ευρωπαίων προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Διατηρήθηκε, μετασχηματίστηκε και εξαπλώθηκε από τον Χριστιανισμό και έτσι μεταδόθηκε στις λαϊκές γλώσσες της ευρωπαϊκής ηπείρου, στο δυτικό ημισφαίριο και σε άλλες περιοχές που διοικήθηκαν από τους Ευρωπαίους. Μέχρι σήμερα, αυτό το σώμα κειμένων εμφανίζει μια ενότητα στα κύρια χαρακτηριστικά του που το ξεχωρίζει από τις λογοτεχνίες του υπόλοιπου κόσμου, μια ενότητα που αφορά κυρίως στη διαμόρφωση και προβολή ποικίλων συνιστωσών του Ευρωπαϊκού φαινομένου, ιδεωδών και πεποιθήσεων που καθορίζουν τη σημερινή φυσιογνωμία της Ευρώπης.
Το λογοτεχνικό κείμενο, όπως υποστηρίζουν οι θεωρητικοί, δεν πρέπει να θεωρείται απλό σύμπτωμα ή προϊόν δεδομένων ιστορικών τάσεων ή δυνάμεων. Όπως φανερώνει, μεταξύ άλλων, η διαχρονική αξία πολλών λογοτεχνημάτων και λογοτεχνικών παραδόσεων, η λογοτεχνία είναι κάτι επιπλέον. Η λογοτεχνία συχνά αναδεικνύεται σε μοχλό διαμόρφωσης αλλά και αμφισβήτησης, υποστήριξης αλλά και αναίρεσης της αντίληψής μας για τον χαρακτήρα μιας εποχής.
Επιπλέον η λογοτεχνική ανάγνωση αποτελεί μια μοναδική εμπειρία, μια συναισθηματική και διανοητική πρόκληση. Εάν υποθέσουμε ότι οι τρεις βασικές λειτουργίες του αναγνώστη είναι η αναγνώριση συμβόλων, ο σχεδιασμός μιας αναγνωστικής στρατηγικής και η ενεργοποίηση του συναισθήματος, τότε καταλαβαίνουμε ότι η ανάγνωση αποτελεί μία ενεργητική, προσωπική διαδικασία κατασκευής γνώσης. Μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι η ανάγνωση λογοτεχνίας τροφοδοτεί τα προσωπικά ερμηνευτικά ρεπερτόρια των εφήβων αναγνωστών. Το λογοτεχνικό κείμενο αποτελεί έναν από τους πόρους, από τους οποίους αντλεί ο έφηβος για να αποδώσει στον ίδιο τον εαυτό του συναισθήματα και κίνητρα και να δομήσει την ταυτότητά του, τις μνήμες και τις εμπειρίες του.
Η έκθεση των μαθητών μας, λοιπόν, σε κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας φιλοδοξούμε να λειτουργήσει σε δύο επίπεδα. Από τη μια, θα βοηθήσει τους μαθητές μας να συλλάβουν την ποικιλομορφία της Ευρώπης, συνειδητοποιώντας τις σημαίνουσες ιδιορρυθμίες του ευρωπαϊκού συνόλου, και ταυτόχρονα τον κοινό προσανατολισμό του σε αξίες και ιδεώδη που ορίζουν ακόμη και σήμερα τους προβληματισμούς μας. Από την άλλη, όπως υποστηρίζει η Rosenblatt, το λογοτεχνικό κείμενο μαγνητίζοντας τον αναγνώστη, ο οποίος θα προσκομίσει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης τις προσδοκίες του, τις προηγούμενες λογοτεχνικές και εξωλογοτεχνικές εμπειρίες του, θα τον βοηθήσει να οικοδομήσει νέα νοήματα. Συσχετίζοντας, λοιπόν, τα κείμενα που θα διαβάζουν με τα αποθέματα εμπειριών και γνώσεων που ήδη έχουν οι έφηβοι αναγνώστες θα νοηματοδοτούν όχι μόνο τα κείμενα και την ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα που αυτά αντανακλούν αλλά και την προσωπική τους βιογραφία, ως σύγχρονοι πολίτες μιας δυτικής κοινωνίας.
Βιβλιογραφία
Το λογοτεχνικό κείμενο, όπως υποστηρίζουν οι θεωρητικοί, δεν πρέπει να θεωρείται απλό σύμπτωμα ή προϊόν δεδομένων ιστορικών τάσεων ή δυνάμεων. Όπως φανερώνει, μεταξύ άλλων, η διαχρονική αξία πολλών λογοτεχνημάτων και λογοτεχνικών παραδόσεων, η λογοτεχνία είναι κάτι επιπλέον. Η λογοτεχνία συχνά αναδεικνύεται σε μοχλό διαμόρφωσης αλλά και αμφισβήτησης, υποστήριξης αλλά και αναίρεσης της αντίληψής μας για τον χαρακτήρα μιας εποχής.
Επιπλέον η λογοτεχνική ανάγνωση αποτελεί μια μοναδική εμπειρία, μια συναισθηματική και διανοητική πρόκληση. Εάν υποθέσουμε ότι οι τρεις βασικές λειτουργίες του αναγνώστη είναι η αναγνώριση συμβόλων, ο σχεδιασμός μιας αναγνωστικής στρατηγικής και η ενεργοποίηση του συναισθήματος, τότε καταλαβαίνουμε ότι η ανάγνωση αποτελεί μία ενεργητική, προσωπική διαδικασία κατασκευής γνώσης. Μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε ότι η ανάγνωση λογοτεχνίας τροφοδοτεί τα προσωπικά ερμηνευτικά ρεπερτόρια των εφήβων αναγνωστών. Το λογοτεχνικό κείμενο αποτελεί έναν από τους πόρους, από τους οποίους αντλεί ο έφηβος για να αποδώσει στον ίδιο τον εαυτό του συναισθήματα και κίνητρα και να δομήσει την ταυτότητά του, τις μνήμες και τις εμπειρίες του.
Η έκθεση των μαθητών μας, λοιπόν, σε κείμενα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας φιλοδοξούμε να λειτουργήσει σε δύο επίπεδα. Από τη μια, θα βοηθήσει τους μαθητές μας να συλλάβουν την ποικιλομορφία της Ευρώπης, συνειδητοποιώντας τις σημαίνουσες ιδιορρυθμίες του ευρωπαϊκού συνόλου, και ταυτόχρονα τον κοινό προσανατολισμό του σε αξίες και ιδεώδη που ορίζουν ακόμη και σήμερα τους προβληματισμούς μας. Από την άλλη, όπως υποστηρίζει η Rosenblatt, το λογοτεχνικό κείμενο μαγνητίζοντας τον αναγνώστη, ο οποίος θα προσκομίσει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης τις προσδοκίες του, τις προηγούμενες λογοτεχνικές και εξωλογοτεχνικές εμπειρίες του, θα τον βοηθήσει να οικοδομήσει νέα νοήματα. Συσχετίζοντας, λοιπόν, τα κείμενα που θα διαβάζουν με τα αποθέματα εμπειριών και γνώσεων που ήδη έχουν οι έφηβοι αναγνώστες θα νοηματοδοτούν όχι μόνο τα κείμενα και την ιστορικοκοινωνική πραγματικότητα που αυτά αντανακλούν αλλά και την προσωπική τους βιογραφία, ως σύγχρονοι πολίτες μιας δυτικής κοινωνίας.
Βιβλιογραφία
- Παππάς Τ. (επιμ.), Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τον 6ο έως τις αρχές του 18ου αι., ΕΑΠ, 1999
- Rosemblatt L., The Reader the Text, the Poem. The Transactional Theory of the Literary Work, Carbondale: Southern Illinois University Press, 1994
- https://www.britannica.com/art/Western-literature#toc15347